πνευμονογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πνευμονογράφηση | οι | πνευμονογραφήσεις |
| γενική | της | πνευμονογράφησης* | των | πνευμονογραφήσεων |
| αιτιατική | την | πνευμονογράφηση | τις | πνευμονογραφήσεις |
| κλητική | πνευμονογράφηση | πνευμονογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμονογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνευμονογράφηση < πνευμονο- + -γράφηση (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumographie)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πνευμονογράφος, πνεύμα και γράφω
Μεταφράσεις
πνευμονογράφηση
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.