πνευμονοπλευρίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμονοπλευρίτιδα οι πνευμονοπλευρίτιδες
      γενική της πνευμονοπλευρίτιδας των πνευμονοπλευρίτιδων
    αιτιατική την πνευμονοπλευρίτιδα τις πνευμονοπλευρίτιδες
     κλητική πνευμονοπλευρίτιδα πνευμονοπλευρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνευμονοπλευρίτιδα < πνευμονο- + πλευρίτιδα (πλευρό + -ίτιδα) (< λόγιο ενδογενές δάνειο: από τη γαλλική pneumopleurésie ;)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πνευμονοπλευρίτιδα θηλυκό (παρωχημένο)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.