πνευμονογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πνευμονογραφικός | η | πνευμονογραφική | το | πνευμονογραφικό |
| γενική | του | πνευμονογραφικού | της | πνευμονογραφικής | του | πνευμονογραφικού |
| αιτιατική | τον | πνευμονογραφικό | την | πνευμονογραφική | το | πνευμονογραφικό |
| κλητική | πνευμονογραφικέ | πνευμονογραφική | πνευμονογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πνευμονογραφικοί | οι | πνευμονογραφικές | τα | πνευμονογραφικά |
| γενική | των | πνευμονογραφικών | των | πνευμονογραφικών | των | πνευμονογραφικών |
| αιτιατική | τους | πνευμονογραφικούς | τις | πνευμονογραφικές | τα | πνευμονογραφικά |
| κλητική | πνευμονογραφικοί | πνευμονογραφικές | πνευμονογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πνευμονογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumographique < pneumographe < αρχαία ελληνική πνεύμων / πλεύμων + γράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.