πνευμονόκοκκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πνευμονόκοκκος οι πνευμονόκοκκοι
      γενική του πνευμονόκοκκου
& πνευμονοκόκκου
των πνευμονόκοκκων
& πνευμονοκόκκων
    αιτιατική τον πνευμονόκοκκο τους πνευμονόκοκκους
& πνευμονοκόκκους
     κλητική πνευμονόκοκκε πνευμονόκοκκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνευμονόκοκκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumocoque < pneumo- (πνευμονό-) + αρχαία ελληνική κόκκος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pev.moˈno.ko.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνευμονόκοκκος

Ουσιαστικό

πνευμονόκοκκος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.