πλήκτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλήκτρο | τα | πλήκτρα |
| γενική | του | πλήκτρου | των | πλήκτρων |
| αιτιατική | το | πλήκτρο | τα | πλήκτρα |
| κλητική | πλήκτρο | πλήκτρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πλήκτρα σε πληκτρολόγιο υπολογιστή

πλήκτρα πιάνου
Ετυμολογία
- πλήκτρο < αρχαία ελληνική πλῆκτρον < πλήττω
Ουσιαστικό
πλήκτρο ουδέτερο
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να χτυπήσουμε κάτι
- τμήμα του πληκτρολογίου υπολογιστή ή γραφομηχανής κ/λπ. που έχει χαραγμένο πάνω του ένα σύμβολο· όταν το πατάμε, το σύμβολο αυτό αναπαράγεται στην οθόνη ή εκτυπώνεται στο χαρτί
- τμήμα του πληκτρολογίου πιάνου ή αρμονίου ή ακορντεόν, η πίεση πάνω στο οποίο παράγει μία μουσική νότα
- (σπάνιο) η πένα με την οποία ο οργανοπαίκτης χτυπά τις χορδές της κιθάρας ή του μπουζουκιού ή άλλου τέτοιου εγχόρδου
- (ορνιθολογία) το πίσω νύχι κάποιων πτηνών
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.