clavier

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

clavier < clé

Προφορά

 

Ουσιαστικό

clavier (fr) αρσενικό

  1. το πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή
  2. το σύνολο των πλήκτρων ενός μουσικού οργάνου, πιάνου, κλπ.
  3. (συνεκδοχικά) το « εύρος » μιας φωνής ή ενός οργάνου
  4. (μεταφορικά) το σύνολο, το « εύρος » των δυνατοτήτων ενός ατόμου
    le clavier de ses sentiments - το εύρος των αισθημάτων του/της

Συγγενικά

  • claviste
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.