κλαβιέ

Νέα ελληνικά (el)

Τμήμα από το κλαβιέ ενός πιάνου.

Ετυμολογία

κλαβιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική clavier[1]

Ουσιαστικό

κλαβιέ ουδέτερο άκλιτο

  1. πληκτρολόγιο
  2. (μουσική) η περιοχή των πλήκτρων μουσικού οργάνου, γαλλιστί
    συνώνυμο: πλήκτρα και δείτε πληκτροφόρος
  3. σειρά γραμμάτων πληκτρολογίου μιας γλώσσας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.