πληκτρολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πληκτρολόγηση οι πληκτρολογήσεις
      γενική της πληκτρολόγησης των πληκτρολογήσεων
    αιτιατική την πληκτρολόγηση τις πληκτρολογήσεις
     κλητική πληκτρολόγηση πληκτρολογήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληκτρολόγηση (νεολογισμός) < (πληκτρολογώ) πληκτρολογη- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε πλήκτρ(ο) + -ο- + -λόγηση.

Ουσιαστικό

πληκτρολόγηση θηλυκό

  • (πληροφορική) η χρήση του πληκτρολογίου για την εισαγωγή στοιχείων (κυρίως κειμένου) σε υπολογιστικό σύστημα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πλήκτρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.