πληκτρολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πληκτρολογώ < πλήκτρ(ο) + -ο- + -λογώ

Ρήμα

πληκτρολογώ, πρτ.: πληκτρολογούσα, αόρ.: πληκτρολόγησα, παθ.φωνή: πληκτρολογούμαι, μτχ.π.π.: πληκτρολογημένος

  • (νεολογισμός) χρησιμοποιώ το πληκτρολόγιο (ηλεκτρονικής) συσκευής, για να γράψω, να εισάγω, να αναπαράγω κείμενο ή άλλα στοιχεία, πατώντας τα πλήκτρα
    πληκτρολογώ κείμενο στον υπολογιστή
    πληκτρολογώ έναν αριθμό τηλεφώνου
    Παρακαλώ, πληκτρολογήστε τον κωδικό σας! Μην πληκτρολογείτε γρήγορα! Προσοχή!

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.