πλακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλακώνω < μεσαιωνική ελληνική πλακώνω[1] [2] < ελληνιστική κοινή πλακόω / πλακῶ < αρχαία ελληνική πλάξ
Ρήμα
πλακώνω (παθητική φωνή: πλακώνομαι)
- (μεταβατικό) καλύπτω, σκεπάζω:
- (μεταβατικό) κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό
- τρώω κάτι υπερβολικά
- πλάκωσε την τυρόπιτα και δεν άφησε τίποτα
- (από τις εκφράσεις: πλακώνω στο ξύλο, στις μπουνιές κλπ.) δέρνω υπερβολικά
- τρώω κάτι υπερβολικά
- (μεταφορικά) προκαλώ δυσφορία
- με πλακώνει το στήθος μου
- τον πλακώνει η ανησυχία για το μέλλον
- (αμετάβατο) προκύπτω ή έρχομαι ξαφνικά και συνήθως μαζικά
- πλάκωσαν οι τζαμπατζήδες
- πλάκωσε το καλοκαίρι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλακώνω | πλάκωνα | θα πλακώνω | να πλακώνω | πλακώνοντας | |
| β' ενικ. | πλακώνεις | πλάκωνες | θα πλακώνεις | να πλακώνεις | πλάκωνε | |
| γ' ενικ. | πλακώνει | πλάκωνε | θα πλακώνει | να πλακώνει | ||
| α' πληθ. | πλακώνουμε | πλακώναμε | θα πλακώνουμε | να πλακώνουμε | ||
| β' πληθ. | πλακώνετε | πλακώνατε | θα πλακώνετε | να πλακώνετε | πλακώνετε | |
| γ' πληθ. | πλακώνουν(ε) | πλάκωναν πλακώναν(ε) |
θα πλακώνουν(ε) | να πλακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλάκωσα | θα πλακώσω | να πλακώσω | πλακώσει | ||
| β' ενικ. | πλάκωσες | θα πλακώσεις | να πλακώσεις | πλάκωσε | ||
| γ' ενικ. | πλάκωσε | θα πλακώσει | να πλακώσει | |||
| α' πληθ. | πλακώσαμε | θα πλακώσουμε | να πλακώσουμε | |||
| β' πληθ. | πλακώσατε | θα πλακώσετε | να πλακώσετε | πλακώστε | ||
| γ' πληθ. | πλάκωσαν πλακώσαν(ε) |
θα πλακώσουν(ε) | να πλακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλακώσει | είχα πλακώσει | θα έχω πλακώσει | να έχω πλακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλακώσει | είχες πλακώσει | θα έχεις πλακώσει | να έχεις πλακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλακώσει | είχε πλακώσει | θα έχει πλακώσει | να έχει πλακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλακώσει | είχαμε πλακώσει | θα έχουμε πλακώσει | να έχουμε πλακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλακώσει | είχατε πλακώσει | θα έχετε πλακώσει | να έχετε πλακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλακώσει | είχαν πλακώσει | θα έχουν πλακώσει | να έχουν πλακώσει |
| |
Μεταφράσεις
- πλακώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πλακώνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.