πλακωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλακωτός η πλακωτή το πλακωτό
      γενική του πλακωτού της πλακωτής του πλακωτού
    αιτιατική τον πλακωτό την πλακωτή το πλακωτό
     κλητική πλακωτέ πλακωτή πλακωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλακωτοί οι πλακωτές τα πλακωτά
      γενική των πλακωτών των πλακωτών των πλακωτών
    αιτιατική τους πλακωτούς τις πλακωτές τα πλακωτά
     κλητική πλακωτοί πλακωτές πλακωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλακωτός < μεσαιωνική ελληνική πλακωτός[1] [2] < πλακώνω < ελληνιστική κοινή πλακόω / πλακῶ < αρχαία ελληνική πλάξ

Επίθετο

πλακωτός, -ή, -ό

  1. άλλη μορφή του πλακουτσωτός
  2. (σπάνιο) πλακόστρωτος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) πλακωτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. πλακωτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πλακωτός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.