ψυχοπλάκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχοπλάκωμα τα ψυχοπλακώματα
      γενική του ψυχοπλακώματος των ψυχοπλακωμάτων
    αιτιατική το ψυχοπλάκωμα τα ψυχοπλακώματα
     κλητική ψυχοπλάκωμα ψυχοπλακώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχοπλάκωμα < ψυχοπλακώνω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.xoˈpla.ko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυχοπλάκωμα

Ουσιαστικό

ψυχοπλάκωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.