ψυχοπλακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ψυχοπλακώνω, πρτ.: ψυχοπλάκωνα, στ.μέλλ.: θα ψυχοπλακώσω, αόρ.: ψυχοπλάκωσα, παθ.φωνή: ψυχοπλακώνομαι, μτχ.π.π.: ψυχοπλακωμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψυχοπλακώνω | ψυχοπλάκωνα | θα ψυχοπλακώνω | να ψυχοπλακώνω | ψυχοπλακώνοντας | |
| β' ενικ. | ψυχοπλακώνεις | ψυχοπλάκωνες | θα ψυχοπλακώνεις | να ψυχοπλακώνεις | ψυχοπλάκωνε | |
| γ' ενικ. | ψυχοπλακώνει | ψυχοπλάκωνε | θα ψυχοπλακώνει | να ψυχοπλακώνει | ||
| α' πληθ. | ψυχοπλακώνουμε | ψυχοπλακώναμε | θα ψυχοπλακώνουμε | να ψυχοπλακώνουμε | ||
| β' πληθ. | ψυχοπλακώνετε | ψυχοπλακώνατε | θα ψυχοπλακώνετε | να ψυχοπλακώνετε | ψυχοπλακώνετε | |
| γ' πληθ. | ψυχοπλακώνουν(ε) | ψυχοπλάκωναν ψυχοπλακώναν(ε) |
θα ψυχοπλακώνουν(ε) | να ψυχοπλακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψυχοπλάκωσα | θα ψυχοπλακώσω | να ψυχοπλακώσω | ψυχοπλακώσει | ||
| β' ενικ. | ψυχοπλάκωσες | θα ψυχοπλακώσεις | να ψυχοπλακώσεις | ψυχοπλάκωσε | ||
| γ' ενικ. | ψυχοπλάκωσε | θα ψυχοπλακώσει | να ψυχοπλακώσει | |||
| α' πληθ. | ψυχοπλακώσαμε | θα ψυχοπλακώσουμε | να ψυχοπλακώσουμε | |||
| β' πληθ. | ψυχοπλακώσατε | θα ψυχοπλακώσετε | να ψυχοπλακώσετε | ψυχοπλακώστε | ||
| γ' πληθ. | ψυχοπλάκωσαν ψυχοπλακώσαν(ε) |
θα ψυχοπλακώσουν(ε) | να ψυχοπλακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψυχοπλακώσει | είχα ψυχοπλακώσει | θα έχω ψυχοπλακώσει | να έχω ψυχοπλακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψυχοπλακώσει | είχες ψυχοπλακώσει | θα έχεις ψυχοπλακώσει | να έχεις ψυχοπλακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψυχοπλακώσει | είχε ψυχοπλακώσει | θα έχει ψυχοπλακώσει | να έχει ψυχοπλακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψυχοπλακώσει | είχαμε ψυχοπλακώσει | θα έχουμε ψυχοπλακώσει | να έχουμε ψυχοπλακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψυχοπλακώσει | είχατε ψυχοπλακώσει | θα έχετε ψυχοπλακώσει | να έχετε ψυχοπλακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψυχοπλακώσει | είχαν ψυχοπλακώσει | θα έχουν ψυχοπλακώσει | να έχουν ψυχοπλακώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.