ψυχοπλακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψυχοπλακώνω < ψυχο- (ψυχή) + πλακώνω

Ρήμα

ψυχοπλακώνω, πρτ.: ψυχοπλάκωνα, στ.μέλλ.: θα ψυχοπλακώσω, αόρ.: ψυχοπλάκωσα, παθ.φωνή: ψυχοπλακώνομαι, μτχ.π.π.: ψυχοπλακωμένος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.