σύνθλιψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύνθλιψη | οι | συνθλίψεις |
| γενική | της | σύνθλιψης* | των | συνθλίψεων |
| αιτιατική | τη | σύνθλιψη | τις | συνθλίψεις |
| κλητική | σύνθλιψη | συνθλίψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνθλίψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
σύνθλιψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.