σύνθλιψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύνθλιψη οι συνθλίψεις
      γενική της σύνθλιψης* των συνθλίψεων
    αιτιατική τη σύνθλιψη τις συνθλίψεις
     κλητική σύνθλιψη συνθλίψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνθλίψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνθλιψη < αρχαία ελληνική σύνθλιψις < συνθλίβω < σύν + θλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhlig- (χτυπώ)

Ουσιαστικό

σύνθλιψη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.