προκύπτω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προκύπτω < προ- + κύπτω

Ρήμα

προκύπτω

  1. σκύβω και προβάλλω το κεφάλι κρυφοκοιτάζοντας
  2. ξεπροβάλλω, προεξέχω, εμφανίζομαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.