πλάκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλάκωση οι πλακώσεις
      γενική της πλάκωσης* των πλακώσεων
    αιτιατική την πλάκωση τις πλακώσεις
     κλητική πλάκωση πλακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλάκωση < πλακώνω + -ση

Ουσιαστικό

πλάκωση θηλυκό

  1. άλλη μορφή του πλακόστρωση
  2. άλλη μορφή του πλάκωμα, δυσφορία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.