ψυχοπλακωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοπλακωμένος η ψυχοπλακωμένη το ψυχοπλακωμένο
      γενική του ψυχοπλακωμένου της ψυχοπλακωμένης του ψυχοπλακωμένου
    αιτιατική τον ψυχοπλακωμένο την ψυχοπλακωμένη το ψυχοπλακωμένο
     κλητική ψυχοπλακωμένε ψυχοπλακωμένη ψυχοπλακωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοπλακωμένοι οι ψυχοπλακωμένες τα ψυχοπλακωμένα
      γενική των ψυχοπλακωμένων των ψυχοπλακωμένων των ψυχοπλακωμένων
    αιτιατική τους ψυχοπλακωμένους τις ψυχοπλακωμένες τα ψυχοπλακωμένα
     κλητική ψυχοπλακωμένοι ψυχοπλακωμένες ψυχοπλακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ψυχοπλακωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.