πλήγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλήγμα τα πλήγματα
      γενική του πλήγματος των πληγμάτων
    αιτιατική το πλήγμα τα πλήγματα
     κλητική πλήγμα πλήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλήγμα < αρχαία ελληνική πλῆγμα < πλήττω

Ουσιαστικό

πλήγμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) ένα δυνατό και βίαιο χτύπημα
  2. (μεταφορικά) το συμβάν ή γεγονός με δυσάρεστες ή επώδυνες επιπτώσεις (ψυχικές, ηθικές ή και υλικές)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.