τραυματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραυματίζω < αρχαία ελληνική τραυματίζω

Ρήμα

τραυματίζω, μεσοπαθητικό: τραυματίζομαι, παθητική μετοχή τραυματισμένος

  1. προκαλώ τραυματισμό
  2. (μεταφορικά) πληγώνω ψυχικά

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.