καταπλήσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταπλήσσω < αρχαία ελληνική καταπλήσσω < κατά + πλήσσω / πλήττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k- (πλήττω, χτυπώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈpli.so/
Ρήμα
καταπλήσσω (παθητική φωνή: καταπλήσσομαι)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- καταπληκτικά
- καταπληκτικός
- κατάπληκτος
- κατάπληξη
- καταπληξία
- → δείτε τις λέξεις κατά και πλήττω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταπλήσσω | κατέπλησσα | θα καταπλήσσω | να καταπλήσσω | καταπλήσσοντας | |
| β' ενικ. | καταπλήσσεις | κατέπλησσες | θα καταπλήσσεις | να καταπλήσσεις | κατάπλησσε | |
| γ' ενικ. | καταπλήσσει | κατέπλησσε | θα καταπλήσσει | να καταπλήσσει | ||
| α' πληθ. | καταπλήσσουμε | καταπλήσσαμε | θα καταπλήσσουμε | να καταπλήσσουμε | ||
| β' πληθ. | καταπλήσσετε | καταπλήσσατε | θα καταπλήσσετε | να καταπλήσσετε | καταπλήσσετε | |
| γ' πληθ. | καταπλήσσουν(ε) | κατέπλησσαν καταπλήσσαν(ε) |
θα καταπλήσσουν(ε) | να καταπλήσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατέπληξα | θα καταπλήξω | να καταπλήξω | καταπλήξει | ||
| β' ενικ. | κατέπληξες | θα καταπλήξεις | να καταπλήξεις | κατάπληξε | ||
| γ' ενικ. | κατέπληξε | θα καταπλήξει | να καταπλήξει | |||
| α' πληθ. | καταπλήξαμε | θα καταπλήξουμε | να καταπλήξουμε | |||
| β' πληθ. | καταπλήξατε | θα καταπλήξετε | να καταπλήξετε | καταπλήξτε | ||
| γ' πληθ. | κατέπληξαν καταπλήξαν(ε) |
θα καταπλήξουν(ε) | να καταπλήξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταπλήξει | είχα καταπλήξει | θα έχω καταπλήξει | να έχω καταπλήξει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταπλήξει | είχες καταπλήξει | θα έχεις καταπλήξει | να έχεις καταπλήξει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταπλήξει | είχε καταπλήξει | θα έχει καταπλήξει | να έχει καταπλήξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταπλήξει | είχαμε καταπλήξει | θα έχουμε καταπλήξει | να έχουμε καταπλήξει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταπλήξει | είχατε καταπλήξει | θα έχετε καταπλήξει | να έχετε καταπλήξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταπλήξει | είχαν καταπλήξει | θα έχουν καταπλήξει | να έχουν καταπλήξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.