συμπληγάδες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι συμπληγάδες
      γενική των συμπληγάδων
    αιτιατική τις συμπληγάδες
     κλητική συμπληγάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπληγάδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φράση πέτραι Συμπληγάδες[1] < πέτρα & συμπληγάς (που χτυπάει μαζί) <  δείτε τη λέξη συμπλήσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.bliˈɣa.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπληγάδες

Ουσιαστικό

συμπληγάδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ελληνική μυθολογία) μυθολογικοί βράχοι στις ακτές του Βοσπόρου που κατέστρεφαν πλοία καθώς αυτά περνούσαν ανάμεσά τους
  2. (μεταφορικά) εμπόδια που καθιστούν αδύνατη την επίτευξη ενός σκοπού

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συμπληγάδες θηλυκό

Παράγωγα

  • Συμπληγάδες, πέτραι Συμπληγάδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.