πλῆκτρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλῆκτρον τὰ πλῆκτρ
      γενική τοῦ πλήκτρου τῶν πλήκτρων
      δοτική τῷ πλήκτρ τοῖς πλήκτροις
    αιτιατική τὸ πλῆκτρον τὰ πλῆκτρ
     κλητική ! πλῆκτρον πλῆκτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλήκτρω
γεν-δοτ τοῖν  πλήκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλῆκτρον < θέμα πληκ- (που συναντάμε και στο πλήσσω / πλήττω) + -τρον
  3ος αιώνας κε Αἴλιος Ἡρωδιανός, Περὶ ὀρθογραφίας, 3.13.37.1@scaife.perseus με μηνοειδές σίγμα
οἱ Αἰολεῖϲ τὰ εἰϲ πτῶ ῥήματα εἰϲ δύο ϲϲ μεταβάλλουϲι νίπτω νίϲϲω, Ταραντίνων δὲ φωνῇ γίνεται νίζω. παρὰ τὸ νίζω γίνεται νίτρον ὡϲ μάϲϲω μάκτρον καὶ πλήϲϲω πλῆκτρον.

Ουσιαστικό

πλῆκτρον ουδέτερο (δωρικός τύπος: πλᾶκτρον)

  1. (αρχική σημασία, μουσική) το πλήκτρο για το παίξιμο της λύρας
  2. κάθε τι με το οποίο μπορεί κάποιος να κτυπήσει
    1. αιχμή δόρατος
    2. το μεγάλο νύχι του πετεινού
    3. το κουπί

Συγγενικά

με πληκτρ-

 και δείτε τη λέξη πλήσσω για περισσότερα θέματα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.