beat
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | beat |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | beats |
| αόριστος | beat |
| παθητική μετοχή | beat, beaten |
| ενεργητική μετοχή | beating |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
beat (en)
- (μεταβατικό) νικάω, κάποιον σε μάχη, παιχνίδι ή διαγωνισμό
- ↪ The Athenians beat the Persians in the battle of Marathon.
- Οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα.
- ↪ The Athenians beat the Persians in the battle of Marathon.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, δέρνω κάτι δυνατά αρκετές φορές
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, κάνω, ή κάνω κάτι να κάνει, έναν τακτικό ήχο ή κίνηση
- ↪ My heart was beating strongly.
- Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
- ↪ We heard the drums beating.
- Ακούσαμε να χτυπάνε τα τύμπανα.
- ↪ My heart was beating strongly.
- κριτικάρω σφοδρά, «τη λέω» σε κάποιον
- (μεταφορικά) φτάνω πριν από κάποιον άλλον
- (χυδαίο) αυνανίζομαι
- beat off: μαλακίζω άλλον
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.