κάμψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμψη οι κάμψεις
      γενική της κάμψης* των κάμψεων
    αιτιατική την κάμψη τις κάμψεις
     κλητική κάμψη κάμψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κάμψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάμψη < αρχαία ελληνική κάμψις

Ουσιαστικό

κάμψη θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα ή η επενέργεια του κάμπτω
  2. (γενικότερα) το λύγισμα:
    1. (ειδικότερα) του σώματος ή μέλους του
      • άσκηση γυμναστικής κατά την οποία ο ασκούμενος, αφού πρώτα έρθει σε οριζόντια θέση με τεντωμένα τα πόδια και τα χέρια, στη συνέχεια κάμπτει τα χέρια του, ώστε να πλησιάσει το πρόσωπο και το στήθος στο έδαφος· στη συνέχεια τεντώνει τα χέρια για να επανέλθει στην αρχική θέση (push-up)
    2. (ειδικότερα) (φυσική) καμπύλωση ή παραμόρφωση αντικειμένου με επίμηκες σχήμα, ως αποτέλεσμα επίδρασης κάθετων δυνάμεων ή ροπών πάνω σε αυτό
  3. η μείωση της δύναμης ή της έντασης με την οποία επιτελείται μια λειτουργία ή χαρακτηρίζεται μια διαδικασία, ένα γεγονός, φαινόμενο κ.ο.κ.· υποχώρηση
      Δυστυχώς το ταπαιπωρημένο του κορμί αρχίζει να δείχνει σημεία κάμψης. (Έλλη Αλεξίου (1964) Ταράς Σεβτσένκο [δοκίμιο])

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.