στέρνο

Νέα ελληνικά (el)

Η θωρακική κοιλότητα και το στέρνο (με γαλάζιο χρώμα)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέρνο τα στέρνα
      γενική του στέρνου των στέρνων
    αιτιατική το στέρνο τα στέρνα
     κλητική στέρνο στέρνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέρνο < αρχαία ελληνική στέρνον

Ουσιαστικό

στέρνο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.