ψελλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψελλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψελλίζω (τραυλίζω)
Ρήμα
ψελλίζω, αόρ.: ψέλλισα (χωρίς παθητική φωνή)
- λέω τις λέξεις με δυσκολία
- μιλώ διστακτικά, φοβισμένα και γενικά χαμηλόφωνα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψελλίζω | ψέλλιζα | θα ψελλίζω | να ψελλίζω | ψελλίζοντας | |
| β' ενικ. | ψελλίζεις | ψέλλιζες | θα ψελλίζεις | να ψελλίζεις | ψέλλιζε | |
| γ' ενικ. | ψελλίζει | ψέλλιζε | θα ψελλίζει | να ψελλίζει | ||
| α' πληθ. | ψελλίζουμε | ψελλίζαμε | θα ψελλίζουμε | να ψελλίζουμε | ||
| β' πληθ. | ψελλίζετε | ψελλίζατε | θα ψελλίζετε | να ψελλίζετε | ψελλίζετε | |
| γ' πληθ. | ψελλίζουν(ε) | ψέλλιζαν ψελλίζαν(ε) |
θα ψελλίζουν(ε) | να ψελλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψέλλισα | θα ψελλίσω | να ψελλίσω | ψελλίσει | ||
| β' ενικ. | ψέλλισες | θα ψελλίσεις | να ψελλίσεις | ψέλλισε | ||
| γ' ενικ. | ψέλλισε | θα ψελλίσει | να ψελλίσει | |||
| α' πληθ. | ψελλίσαμε | θα ψελλίσουμε | να ψελλίσουμε | |||
| β' πληθ. | ψελλίσατε | θα ψελλίσετε | να ψελλίσετε | ψελλίστε | ||
| γ' πληθ. | ψέλλισαν ψελλίσαν(ε) |
θα ψελλίσουν(ε) | να ψελλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψελλίσει | είχα ψελλίσει | θα έχω ψελλίσει | να έχω ψελλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψελλίσει | είχες ψελλίσει | θα έχεις ψελλίσει | να έχεις ψελλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψελλίσει | είχε ψελλίσει | θα έχει ψελλίσει | να έχει ψελλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψελλίσει | είχαμε ψελλίσει | θα έχουμε ψελλίσει | να έχουμε ψελλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψελλίσει | είχατε ψελλίσει | θα έχετε ψελλίσει | να έχετε ψελλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψελλίσει | είχαν ψελλίσει | θα έχουν ψελλίσει | να έχουν ψελλίσει |
| |
Μεταφράσεις
Πηγές
- ψελλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψελλίζω νεότερος σχηματισμός ενεργητικής φωνής < ψελλίζομαι < ψελλός
Σημειώσεις
- δόκιμος είναι μόνον ο αποθετικός ενεστώτας ψελλίζομαι ενώ το ψελλίζω είναι μεταγενέστερο
Πηγές
- ψελλίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψελλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.