γρυλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γρυλίζω < αρχαία ελληνική γρυλίζω

Ρήμα

γρυλίζω και γρυλλίζω

  1. βγάζω μικρούς υπόκωφους και άναρθρους ήχους που ακούγονται σαν γρρρ ή γκρρρ
    (όντας ζώο, λόγω θυμού, λόγω νοητικής καθυστέρησης, σε μουσική μπάντα με κτηνώδη φωνητικά κτλ.)

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γρυλίζω < γρῦ

Ρήμα

γρυλίζω

  1. γρυλίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.