πηχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πηχτός | η | πηχτή | το | πηχτό |
| γενική | του | πηχτού | της | πηχτής | του | πηχτού |
| αιτιατική | τον | πηχτό | την | πηχτή | το | πηχτό |
| κλητική | πηχτέ | πηχτή | πηχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πηχτοί | οι | πηχτές | τα | πηχτά |
| γενική | των | πηχτών | των | πηχτών | των | πηχτών |
| αιτιατική | τους | πηχτούς | τις | πηχτές | τα | πηχτά |
| κλητική | πηχτοί | πηχτές | πηχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πηχτός < αρχαία ελληνική πηκτός < πήγνυμι
Επίθετο
πηχτός, -ή, -ό
- που τα επιμέρους στοιχεία του είναι πυκνά τοποθετημένα
- που έχει μεταβληθεί σε στερεό από υγρό, που έχει πήξει
- (μεταφορικά) αδιαπέραστος, πυκνός
- (ουσιαστικοποιημένο) πηχτή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πήζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.