πηχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηχτός η πηχτή το πηχτό
      γενική του πηχτού της πηχτής του πηχτού
    αιτιατική τον πηχτό την πηχτή το πηχτό
     κλητική πηχτέ πηχτή πηχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηχτοί οι πηχτές τα πηχτά
      γενική των πηχτών των πηχτών των πηχτών
    αιτιατική τους πηχτούς τις πηχτές τα πηχτά
     κλητική πηχτοί πηχτές πηχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πηχτός < αρχαία ελληνική πηκτός < πήγνυμι

Επίθετο

πηχτός, -ή, -ό

  1. που τα επιμέρους στοιχεία του είναι πυκνά τοποθετημένα
     συνώνυμα: παχύρρευστος, πυκνόρρευστος
  2. που έχει μεταβληθεί σε στερεό από υγρό, που έχει πήξει
     συνώνυμα: πηγμένος, στερεοποιημένος
  3. (μεταφορικά) αδιαπέραστος, πυκνός
  4. (ουσιαστικοποιημένο) πηχτή

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πήζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.