πυκνόρρευστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυκνόρρευστος | η | πυκνόρρευστη | το | πυκνόρρευστο |
| γενική | του | πυκνόρρευστου | της | πυκνόρρευστης | του | πυκνόρρευστου |
| αιτιατική | τον | πυκνόρρευστο | την | πυκνόρρευστη | το | πυκνόρρευστο |
| κλητική | πυκνόρρευστε | πυκνόρρευστη | πυκνόρρευστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυκνόρρευστοι | οι | πυκνόρρευστες | τα | πυκνόρρευστα |
| γενική | των | πυκνόρρευστων | των | πυκνόρρευστων | των | πυκνόρρευστων |
| αιτιατική | τους | πυκνόρρευστους | τις | πυκνόρρευστες | τα | πυκνόρρευστα |
| κλητική | πυκνόρρευστοι | πυκνόρρευστες | πυκνόρρευστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυκνόρρευστος < πυκνός + -ο- + ρευστός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική dickflüssig[1])
Αντώνυμα
Συνώνυμα
- πυκνόρρευστα
- → δείτε τις λέξεις πυκνός και ρέω
Μεταφράσεις
πυκνόρρευστος
|
- πυκνόρρευστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυκνόρρευστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.