πήζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πήζω < ελληνιστική πήσσω (αόριστος έπηξα) < αρχαία ελληνική πήγνυμι
Ρήμα
πήζω
- (μεταβατικό) μετατρέπω από υγρό σε, μαλακό συνήθως, στερεό
- (μεταφορικά) κουράζω υπερβολικά
- (αμετάβατο) μετατρέπομαι από υγρό σε, μαλακό συνήθως, στερεό
- αντίθετα με τη κοινή αντίληψη το γιαούρτι δεν πήζει όταν κάνει πολύ κρύο
- (μεταφορικά) (+από ή +με) ασφυκτιώ
- (μεταφορικά) (+σε ή +από) γεμίζω ασφυκτικά (σαν να μετατρέπομαι σε στερεό)
- έπηξε το δωμάτιο από τα βιβλία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πήζω | έπηζα | θα πήζω | να πήζω | πήζοντας | |
| β' ενικ. | πήζεις | έπηζες | θα πήζεις | να πήζεις | πήζε | |
| γ' ενικ. | πήζει | έπηζε | θα πήζει | να πήζει | ||
| α' πληθ. | πήζουμε | πήζαμε | θα πήζουμε | να πήζουμε | ||
| β' πληθ. | πήζετε | πήζατε | θα πήζετε | να πήζετε | πήζετε | |
| γ' πληθ. | πήζουν(ε) | έπηζαν πήζαν(ε) |
θα πήζουν(ε) | να πήζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έπηξα | θα πήξω | να πήξω | πήξει | ||
| β' ενικ. | έπηξες | θα πήξεις | να πήξεις | πήξε | ||
| γ' ενικ. | έπηξε | θα πήξει | να πήξει | |||
| α' πληθ. | πήξαμε | θα πήξουμε | να πήξουμε | |||
| β' πληθ. | πήξατε | θα πήξετε | να πήξετε | πήξτε | ||
| γ' πληθ. | έπηξαν πήξαν(ε) |
θα πήξουν(ε) | να πήξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πήξει | είχα πήξει | θα έχω πήξει | να έχω πήξει | ||
| β' ενικ. | έχεις πήξει | είχες πήξει | θα έχεις πήξει | να έχεις πήξει | έχε πηγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει πήξει | είχε πήξει | θα έχει πήξει | να έχει πήξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πήξει | είχαμε πήξει | θα έχουμε πήξει | να έχουμε πήξει | ||
| β' πληθ. | έχετε πήξει | είχατε πήξει | θα έχετε πήξει | να έχετε πήξει | έχετε πηγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν πήξει | είχαν πήξει | θα έχουν πήξει | να έχουν πήξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πηγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πηγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πηγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πηγμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.