πήγνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω). Συγγενές με το (λατινικά) pango
Ρήμα
πήγνυμι παθητική φωνή πήγνυμαι
Συγγενικά
Σύνθετα
- αὐτοπαγής
- βυρσοπαγής
- γαλακτοπαγής
- γλακτοπαγής
- γομφοπαγής
- γουνοπαγής
- ἀγριοπηγός
- ὑδροπαγής
- γυιοπαγής
- δορυπαγής
- διαπήγνυμι
- ὑδροπαγής
- δρυοπαγής
- δροσοπαγής
- εὐπαγής
- ζεσελαιοπαγής
- θειοπαγής
- ῥιζοπαγής
- κεδροπαγής
- κηροπαγής
- ἐκπήγνυμι
- κρυμοπαγία
- ἀκροπαγής
- καταπήγνυμι
- ἡλοπαγής
- μεσοπαγής
- μεταπήγνυμι
- μετριοπαγής
- ἡμιπαγής
- ἐμπήγνυμι
- ἀμφιπήγνυμαι
- Ναύπακτος
- νεοπαγής
- ἀναπήγνυμι
- ἀντιπήγνυμι
- ξυλοπαγής
- ὀξυπαγής
- ἀπαγής
- περιπήγνυμι
- ὑπερπήγνυμαι
- παλίμπηγα
- ποντοπαγής
- ἀποπήγνυμι
- ὑποπήγνυμι
- ἐπιπήγνυμι
- προπήγνυμι
- προσπήγνυμι
- παραπήγνυμι
- πρωτοπαγής
- ὀρθοπαγής
- ἀρτιπαγής
- σαρκοπαγής
- σησαμοτυροπαγής
- σκηνοπαγής
- συμπήγνυμι
- στερεοπαγής
- χαλκοπαγής
- ἰχθυπαγής
- χρυσοπαγής
Κλίση
πήγνυμι
πηγνύ λείπει η προσωδία ρήματος
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- πήγνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πήγνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.