πήγνυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω). Συγγενές με το (λατινικά) pango

Ρήμα

πήγνυμι παθητική φωνή πήγνυμαι

  1. καρφώνω, στερεώνω
  2. φυτεύω
  3. κατασκευάζω
  4. κτίζω
  5. πήζω
  6. παγώνω
  7. ορίζω, καθορίζω

Συγγενικά

Σύνθετα

  • αὐτοπαγής
  • βυρσοπαγής
  • γαλακτοπαγής
  • γλακτοπαγής
  • γομφοπαγής
  • γουνοπαγής
  • ἀγριοπηγός
  • ὑδροπαγής
  • γυιοπαγής
  • δορυπαγής
  • διαπήγνυμι
  • ὑδροπαγής
  • δρυοπαγής
  • δροσοπαγής
  • εὐπαγής
  • ζεσελαιοπαγής
  • θειοπαγής
  • ῥιζοπαγής
  • κεδροπαγής
  • κηροπαγής
  • ἐκπήγνυμι
  • κρυμοπαγία
  • ἀκροπαγής
  • καταπήγνυμι
  • ἡλοπαγής
  • μεσοπαγής
  • μεταπήγνυμι
  • μετριοπαγής
  • ἡμιπαγής
  • ἐμπήγνυμι
  • ἀμφιπήγνυμαι
  • Ναύπακτος
  • νεοπαγής
  • ἀναπήγνυμι
  • ἀντιπήγνυμι
  • ξυλοπαγής
  • ὀξυπαγής
  • ἀπαγής
  • περιπήγνυμι
  • ὑπερπήγνυμαι
  • παλίμπηγα
  • ποντοπαγής
  • ἀποπήγνυμι
  • ὑποπήγνυμι
  • ἐπιπήγνυμι
  • προπήγνυμι
  • προσπήγνυμι
  • παραπήγνυμι
  • πρωτοπαγής
  • ὀρθοπαγής
  • ἀρτιπαγής
  • σαρκοπαγής
  • σησαμοτυροπαγής
  • σκηνοπαγής
  • συμπήγνυμι
  • στερεοπαγής
  • χαλκοπαγής
  • ἰχθυπαγής
  • χρυσοπαγής

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.