στερεοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στερεοποιημένος | η | στερεοποιημένη | το | στερεοποιημένο |
| γενική | του | στερεοποιημένου | της | στερεοποιημένης | του | στερεοποιημένου |
| αιτιατική | τον | στερεοποιημένο | τη | στερεοποιημένη | το | στερεοποιημένο |
| κλητική | στερεοποιημένε | στερεοποιημένη | στερεοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στερεοποιημένοι | οι | στερεοποιημένες | τα | στερεοποιημένα |
| γενική | των | στερεοποιημένων | των | στερεοποιημένων | των | στερεοποιημένων |
| αιτιατική | τους | στερεοποιημένους | τις | στερεοποιημένες | τα | στερεοποιημένα |
| κλητική | στερεοποιημένοι | στερεοποιημένες | στερεοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στερεοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στερεοποιώ
Μεταφράσεις
στερεοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.