προπέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προπέλα | οι | προπέλες |
| γενική | της | προπέλας | των | προπελών |
| αιτιατική | την | προπέλα | τις | προπέλες |
| κλητική | προπέλα | προπέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

1. προπέλα αμερικανικού πολεμικού πλοίου σε δοκιμές
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈpe.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πέ‐λα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.