πηδάλιο κλίσης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηδάλιο κλίσης τα πηδάλια κλίσης
      γενική του πηδαλίου κλίσης των πηδαλίων κλίσης
    αιτιατική το πηδάλιο κλίσης τα πηδάλια κλίσης
     κλητική πηδάλιο κλίσης πηδάλια κλίσης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηδάλιο κλίσης <  δείτε τις λέξεις πηδάλιο και κλίση

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈða.li.o ˈkli.sis/

Πολυλεκτικός όρος

Περιστροφή αεροπλάνου με τη χρήση πηδαλίων κλίσης

πηδάλιο κλίσης ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.