πηγαία
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πηγαία
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
πηγαίος
πηγαία
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
πηγαίο
Επίρρημα
πηγαία
με
αυθόρμητο
,
πηγαίο
τρόπο, χωρίς υποκρισία, μέσα από την καρδιά
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.