source
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| source | sources |
Ουσιαστικό
source (en)
- η πηγή
- αιτία, προέλευση
- the mechanic couldn't find the source of the problem
- (φυσική) πηγή ήχου, φωτός, ηλεκτρικού ρεύματος
- alternating current source (πηγή εναλλασσόμενου ρεύματος), back-up power source (εφεδρική πηγή ισχύος), light source (φωτεινή πηγή)[1]
- (πληροφορική) εν συντομία ο source code, ο πηγαίος κώδικας, ο κώδικας ενός προγράμματος
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ο πηγή σήματος, πληροφορίας, δεδομένων[1]
- συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) So [1]
- ≈ συνώνυμα: (κυρίως τηλεπικοινωνίες) transmitter
- ≠ αντώνυμα: (κυρίως τηλεπικοινωνίες) receiver, (πληροφορική) sink
Σύνθετα
Υπώνυμα
Παράγωγα
Πολυλεκτικοί όροι
- common source
- heat source
- light source
- open-source software
- power source
- source code management
- source control
- source routing
- source of income
- water source
-
source στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| source | sources |
source (fr) θηλυκό
- η πηγή
- Au bord d'une source - Δίπλα σε μια πηγή (τίτλος κομματικού για πιάνο του Franz Liszt από το έργου του, "Années de pèlerinage " «Χρόνια Προσκυνήματος»)
- η αιτία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.