πηγαιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηγαιότητα οι πηγαιότητες
      γενική της πηγαιότητας των πηγαιοτήτων
    αιτιατική την πηγαιότητα τις πηγαιότητες
     κλητική πηγαιότητα πηγαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηγαιότητα < πηγαίος + -ότητα

Ουσιαστικό

πηγαιότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.