πευκώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πευκώνας | οι | πευκώνες |
| γενική | του | πευκώνα | των | πευκώνων |
| αιτιατική | τον | πευκώνα | τους | πευκώνες |
| κλητική | πευκώνα | πευκώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πευκώνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πευκών.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πεύκ(ο) + -ώνας
Προφορά
- ΔΦΑ : /pefˈko.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πευ‐κώ‐νας
Συνώνυμα
- πευκόδασο, πευκόδασος, πευκοδάσος (όλα ουδέτερα)
- πευκιάς (δημοτική)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πεύκο
Αναφορές
- πευκώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.