ρητινοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρητινοφόρος | η | ρητινοφόρα | το | ρητινοφόρο |
| γενική | του | ρητινοφόρου | της | ρητινοφόρας | του | ρητινοφόρου |
| αιτιατική | τον | ρητινοφόρο | τη | ρητινοφόρα | το | ρητινοφόρο |
| κλητική | ρητινοφόρε | ρητινοφόρα | ρητινοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρητινοφόροι | οι | ρητινοφόρες | τα | ρητινοφόρα |
| γενική | των | ρητινοφόρων | των | ρητινοφόρων | των | ρητινοφόρων |
| αιτιατική | τους | ρητινοφόρους | τις | ρητινοφόρες | τα | ρητινοφόρα |
| κλητική | ρητινοφόροι | ρητινοφόρες | ρητινοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ρητινοφόρος, -α (-ος), -ο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρητίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.