πευκόδεντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πευκόδεντρο τα πευκόδεντρα
      γενική του πευκόδεντρου των πευκόδεντρων
    αιτιατική το πευκόδεντρο τα πευκόδεντρα
     κλητική πευκόδεντρο πευκόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πευκόδεντρο < πεύκο + -ο- + δέντρο

Ουσιαστικό

πευκόδεντρο ουδέτερο

Πηγές

  • πευκόδεντρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πευκόδεντρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.