περιβόλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιβόλι | τα | περιβόλια |
| γενική | του | περιβολιού | των | περιβολιών |
| αιτιατική | το | περιβόλι | τα | περιβόλια |
| κλητική | περιβόλι | περιβόλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιβόλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περιβόλιν < ελληνιστική κοινή περιβόλιον (χώρος που περιβάλλεται από φράχτη) < αρχαία ελληνική περίβολος[1] < περί + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈvo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐βό‐λι
Ουσιαστικό
περιβόλι ουδέτερο
- ο κήπος με λαχανικά και καρποφόρα δέντρα
- ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο καλλιεργούμε κυρίως δέντρα
Συγγενικά
- περιβολάκι
- περιβολάρης
- περιβολάρικος
- περιβολάρισσα / περβολάρισσα
- περιβολαρίσιος
- Περιβόλι, Περιβόλια (τοπωνύμια)
- περιβολίσιος
- → δείτε τις λέξεις περί και βάλλω
Μεταφράσεις
περιβόλι
Αναφορές
- περιβόλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.