περιβολίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιβολίσιος | η | περιβολίσια | το | περιβολίσιο |
| γενική | του | περιβολίσιου | της | περιβολίσιας | του | περιβολίσιου |
| αιτιατική | τον | περιβολίσιο | την | περιβολίσια | το | περιβολίσιο |
| κλητική | περιβολίσιε | περιβολίσια | περιβολίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιβολίσιοι | οι | περιβολίσιες | τα | περιβολίσια |
| γενική | των | περιβολίσιων | των | περιβολίσιων | των | περιβολίσιων |
| αιτιατική | τους | περιβολίσιους | τις | περιβολίσιες | τα | περιβολίσια |
| κλητική | περιβολίσιοι | περιβολίσιες | περιβολίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
περιβολίσιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.