περιβολάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιβολάρης οι περιβολάρηδες
      γενική του περιβολάρη των περιβολάρηδων
    αιτιατική τον περιβολάρη τους περιβολάρηδες
     κλητική περιβολάρη περιβολάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιβολάρης < μεσαιωνική ελληνική περιβολάρης[1] / περβολάρης[1] < ελληνιστική κοινή περιβόλιον < αρχαία ελληνική περίβολος < περί + βάλλω

Ουσιαστικό

περιβολάρης αρσενικό (θηλυκό: περιβολάρισσα, περβολάρισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. περιβολάρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.