καρποφόρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
καρποφόρα < καρποφόρος + -α
Μεταφράσεις
καρποφόρα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καρποφόρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καρποφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.