μπαξές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαξές | οι | μπαξέδες |
| γενική | του | μπαξέ | των | μπαξέδων |
| αιτιατική | τον | μπαξέ | τους | μπαξέδες |
| κλητική | μπαξέ | μπαξέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈkses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ξές
Παράγωγα
Συγγενικά
- μπαξεβάνης
- Μπαξεβάνης, Βαξεβάνης & συγγενικά επώνυμα
Μεταφράσεις
μπαξές
|
→ δείτε τη λέξη κήπος |
Αναφορές
- μπαξές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.