περιβολάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιβολάρισσα οι περιβολάρισσες
      γενική της περιβολάρισσας των περιβολαρισσών
    αιτιατική την περιβολάρισσα τις περιβολάρισσες
     κλητική περιβολάρισσα περιβολάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιβολάρισσα < περιβολάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

περιβολάρισσα θηλυκό

(επάγγελμα) θηλυκό του περιβολάρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.