πεποίθησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεποίθησῐς αἱ πεποιθήσεις
      γενική τῆς πεποιθήσεως τῶν πεποιθήσεων
      δοτική τῇ πεποιθήσει ταῖς πεποιθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πεποίθησῐν τὰς πεποιθήσεις
     κλητική ! πεποίθησῐ πεποιθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεποιθήσει
γεν-δοτ τοῖν  πεποιθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεποίθησις < αρχαία ελληνική πέποιθ(α) (παρακείμενος του πείθω) + -ησις[1]

Ουσιαστικό

πεποίθησις θηλυκό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.