πεπεισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεπεισμένος | η | πεπεισμένη | το | πεπεισμένο |
| γενική | του | πεπεισμένου | της | πεπεισμένης | του | πεπεισμένου |
| αιτιατική | τον | πεπεισμένο | την | πεπεισμένη | το | πεπεισμένο |
| κλητική | πεπεισμένε | πεπεισμένη | πεπεισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεπεισμένοι | οι | πεπεισμένες | τα | πεπεισμένα |
| γενική | των | πεπεισμένων | των | πεπεισμένων | των | πεπεισμένων |
| αιτιατική | τους | πεπεισμένους | τις | πεπεισμένες | τα | πεπεισμένα |
| κλητική | πεπεισμένοι | πεπεισμένες | πεπεισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεπεισμένος < μετοχή παρακειμένου του πείθομαι (με αναδιπλασιασμό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.