πιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιστικός | οι | πιστικοί |
| γενική | του | πιστικού | των | πιστικών |
| αιτιατική | τον | πιστικό | τους | πιστικούς |
| κλητική | πιστικέ | πιστικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιστικός < → δείτε τη λέξη μπιστικός & ελληνιστική κοινή πιστικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στι‐κός
- ομόηχο: πειστικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πιστικός | ἡ | πιστική | τὸ | πιστικόν |
| γενική | τοῦ | πιστικοῦ | τῆς | πιστικῆς | τοῦ | πιστικοῦ |
| δοτική | τῷ | πιστικῷ | τῇ | πιστικῇ | τῷ | πιστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | πιστικόν | τὴν | πιστικήν | τὸ | πιστικόν |
| κλητική ὦ! | πιστικέ | πιστική | πιστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πιστικοί | αἱ | πιστικαί | τὰ | πιστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | πιστικῶν | τῶν | πιστικῶν | τῶν | πιστικῶν |
| δοτική | τοῖς | πιστικοῖς | ταῖς | πιστικαῖς | τοῖς | πιστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | πιστικούς | τὰς | πιστικᾱ́ς | τὰ | πιστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | πιστικοί | πιστικαί | πιστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιστικώ | τὼ | πιστικᾱ́ | τὼ | πιστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | πιστικοῖν | τοῖν | πιστικαῖν | τοῖν | πιστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- πιστικός < → δείτε τη λέξη πίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία 1
- πιστικός < αρχαία ελληνική πίστ(ις), πιστ(ός) + -ικός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πιστικός, ἐμπιστικός, μπιστικός
Παράγωγα
- πιστικῶς
Πηγές
- πιστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.