παντέρημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντέρημος η παντέρημη το παντέρημο
      γενική του παντέρημου της παντέρημης του παντέρημου
    αιτιατική τον παντέρημο την παντέρημη το παντέρημο
     κλητική παντέρημε παντέρημη παντέρημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντέρημοι οι παντέρημες τα παντέρημα
      γενική των παντέρημων των παντέρημων των παντέρημων
    αιτιατική τους παντέρημους τις παντέρημες τα παντέρημα
     κλητική παντέρημοι παντέρημες παντέρημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παντέρημος < πάντα + έρημος (μάλλον μεσαιωνικός σχηματισμός)

Επίθετο

παντέρημος, -η, -ο

  1. (για άτομο) ολομόναχος
    ήταν παντέρημος ο ορφανός
  2. (για χώρο) ολόαδειος και εγκαταλελειμμένος
    βρήκε το θέατρο παντέρημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.